ἀσυνέτων

ἀσυνέτων
ἀσύνετος
void of understanding
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνετιστής — ὁ, Μ [συνετίζω] αυτός που συνετίζει («συνετιστὴς τῶν ἀσύνετων», Δαμασκ. Ι.) …   Dictionary of Greek

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԱԳՈՐՈՅՆ — ( ) NBH 1 0101 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c ա. ԱՆԱԳՈՐՈՅՆ. գրի եւ ԱՆԱԳՈՐՈՆ. ԱՆԱԳՈՐՈՒՆ. ԱՆԱԳՈՐՈՎՆ. իբր անգորով, անգութ, անկարեկից, խստասիրտ. ἅστοργος naturalis amoris expers, ἁσυμπαθής adfectu carens, ὡμός …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”